στεατόκονις

στεατόκονις
η, Ν
(λόγιος τ.) (φαρμ.) λιπαρή ουσία, σαν σκόνη, που εξάγεται από τον εγκέφαλο ορισμένων ζώων και χρησιμοποιείται στην οποθεραπευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + κόνις «σκόνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”